στράτευ'

στράτευ'
στράτευε , στρατεύω
advance with an army
pres imperat act 2nd sg
στράτευε , στρατεύω
advance with an army
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νηστεύσιμος — νηστεύσιμος, ον (Μ) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νηστεία ή αυτός που κατά τη διάρκειά του τελείται νηστεία («νηστεύσιμος ἡμέρα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < νηστεύω + κατάλ. σιμος (πρβλ. κουρεύ σιμος, στρατεύ σιμος)] …   Dictionary of Greek

  • πορεύσιμος — η, ο / πορεύσιμος, ον, θηλ. και ίμη, ΝΑ αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διαπεράσει, διαβατός («ἡ τοῡ ποταμοῡ ὁδὸς πορεύσιμος ἀνθρώποις ἐγίνετο», Ξεν.) αρχ. 1. (για ζώα) επιτήδειος για πορεία («πάντα δὲ ὅσα πολύποδα καὶ ἄποδα, καὶ ὅσα πορεύσιμα… …   Dictionary of Greek

  • υπερτοξεύσιμος — ον, Α 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να υπερβεί 2. μτφ. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ξεχάσει ή να μην λάβει σοβαρά υπ όψιν («μίασμ ἔλεξας οὐχ ὑπερτοξεύσιμον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερτοξεύω + κατάλ. σιμος (πρβλ. στρατεύ σιμος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”